- ανουτητί
- επίρρ. (Α) [ουτώ]1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνουτητί — without inflicting a wound indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)